- φιλοθρέμματος
- φῐλο-θρέμμᾰτος, ον, = sq. (or perh.A loving foster-children), Ath.Mitt.24.206 (Pergam.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοθρέμματος — ον, Α φιλοθρέμμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θρέμματος (< θρέμμα, ατος), πρβλ. πολυ θρέμματος] … Dictionary of Greek